κομμουνίζω

κομμουνίζω
αμετ. становиться сторонником коммунизма

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κομμουνίζω" в других словарях:

  • κομμουνίζω — [κομμούνα] 1. διάκειμαι φιλικά προς το κομμουνιστικό κόμμα και τα μέλη του 2. κλίνω, ρέπω προς τον κομμουνισμό 3. ασπάζομαι τις ιδέες και τις αρχές τού κομμουνισμού …   Dictionary of Greek

  • κομμούνα — Βλ. λ. Κομούνα. * * * η 1. η κοινότητα ως ανώτατη πολιτική (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) εξουσία 2. το σύνολο τών κομμουνιστών 3. (υβριστικά) κομμουνιστής 4. φρ. «κομμούνα τού Παρισιού» α) η δημοτική αρχή τού Παρισιού κατά τη διάρκεια τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»